Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολόπιον — τὸ, Α [σκόλοψ, οπος] υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας … Dictionary of Greek
σκολοπίῳ — σκολόπιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)